αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
FALCO — sen Accipiter, futuri maximi boni spem certam, in auguriis olim faciebat: Unde Darius, paulo ante quam Persico potiretur regno, accipitrum duo paria vulturem vellicantium conspectu, spem futurae magnitudinis animo concepisse legitur apud Herod.… … Hofmann J. Lexicon universale
SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem … Hofmann J. Lexicon universale
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμέλεια — η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής] 1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ. β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.) 2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής… … Dictionary of Greek
επιτροπεία — Η ανάθεση σε ένα ορισμένο πρόσωπο (επίτροπο) της επιμέλειας του προσώπου και της περιουσίας ατόμων, τα οποία, λόγω ανηλικότητας, αναπηρίας ή ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να επιμεληθούν τις υποθέσεις τους. Σε ε. υποβάλλονται οι αχειράφετοι… … Dictionary of Greek
κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… … Dictionary of Greek
καλλιγραφία — Η τέχνη της γραφής ωραίων και κανονικών γραμμάτων. Όλοι οι λαοί, και ιδιαίτερα οι ανατολικοί, έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την κ., ήδη από τότε που επινοήθηκε η γραφή. Οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα, προκειμένου να επιτύχουν την ευθύτητα των… … Dictionary of Greek
κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… … Dictionary of Greek
μονοπραγματώ — μονοπραγματῶ, έω (Α) ασχολούμαι με μία μόνο υπόθεση, καταγίνομαι με ένα μόνο πράγμα («βέλτιον ἕκαστον ἔργον τυγχάνει τῆς ἐπιμελείας μονοπραγματούσης ἢ πολυπραγματούσης», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πραγματῶ (< πράγμα), κατά το αντί θ.… … Dictionary of Greek